κλειδαμπαρώνω

κλειδαμπαρώνω
ασφαλίζω πολύ καλά τις πόρτες με κλειδί και με αμπάρα, μανταλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδώνω + αμπαρώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλειδαμπαρώνω — ωσα, ώθηκα, κλειδαμπαρωμένος, κλειδώνω και αμπαρώνω την πόρτα, διπλοκλειδώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”